- Standard & Poor’s, Moody’s και Fitch παρά το «αμαρτωλό» παρελθόν τους έχουν καταφέρει να ελέγχουν το 95% της παγκόσμιας αγοράς
Οι τρεις εταιρείες που κατέχουν τη μερίδα του λέοντος στην παγκόσμια αγορά της πιστοληπτικής αξιολόγησης έχουν γίνει σχεδόν οικείες στο ελληνικό κοινό. Standard&Poor’s, Moody’s, Fitch παίζουν ουσιαστικά χωρίς αντίπαλο, αφού ελέγχουν πάνω από το 95% της παγκόσμιας αγοράς και ούτε καν μεταξύ τους δεν υπάρχει ανταγωνισμός.
Τίθεται εξαρχής ένα ζήτημα αξιοπιστίας με την αξιολόγηση που κάνουν οι οίκοι, καθότι αυτός που πληρώνει τους οίκους για να την κάνουν είναι αυτός που αξιολογείται. Ετσι, μια τράπεζα η οποία λ.χ. θέλει να εκδώσει ένα ομόλογο πληρώνει δυο από τις εταιρείες αυτές για να το αξιολογήσει.
Ο σχεδόν θεσμικός ρόλος που δίνει στους οίκους η αμερικανική νομοθεσία, καθώς κάθε δομημένο ομόλογο ή άλλο παρόμοιο προϊόν που εκδίδεται από τράπεζες ή οποιοδήποτε άλλο οργανισμό κι εταιρεία, χρειάζεται να έχει τουλάχιστον δύο αξιολογήσεις από τους προαναφερθέντες τρεις οίκους συγκρούεται με τον κερδοσκοπικό χαρακτήρα τους.
Το σύστημα αυτό έχει εκτεθεί πολλές φορές κι έχει συγκεντρώσει πολλές βολές κριτικής, καθώς μερικά πράγματα είναι πολύ χοντρά για να αποδοθούν σε σφάλματα εκτίμησης. Τα παραδείγματα είναι πολλά και χαρακτηριστικά.
Παρόλο που οι οίκοι αξιολόγησης γνώριζαν τα οικονομικά ακροβατικά που γίνονταν στην Enron, δεν έριχναν τον βαθμό που έδιναν στην εταιρεία. Το έκαναν μόλις τέσσερις μέρες πριν αυτή βαρέσει ένα από τα πιο ηχηρά -μέχρι τα πρόσφατα τραπεζικά- «κανόνια», κι όταν η υπόθεση είχε αρχίσει να αποκαλύπτεται και να περιγράφεται ένα από τα μεγαλύτερα οικονομικά σκάνδαλα στην ιστορία των ΗΠΑ.
Προσωπικοί δεσμοίΤα πρόσωπα που στελεχώνουν τους οίκους αξιολόγησης έχουν πολύ στενούς προσωπικούς δεσμούς με τα στελέχη των οργανισμών που αξιολογούν δίνοντάς τους οδηγίες προκειμένου να διατηρήσουν ή να λάβουν καλό βαθμό. Αυτή η συνεννόηση δημιουργεί τάσεις στην αγορά τις οποίες σχεδόν υποχρεωτικά πρέπει να ακολουθήσουν οι αξιολογούμενες εταιρείες.
Οι συνέπειες μπορούν σε ακραία μορφή να πάρουν τη μορφή ενός καταστροφικού σπιράλ που μπορεί να οδηγήσει σε χρεοκοπία ακόμη και μια υγιή εταιρεία που η δανειοληπτική αξιοπιστία της υποβαθμίζεται.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα με τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης είναι ότι διαπλέκονται με άλλα εταιρικά συμφέροντα και ιδιαίτερα εκδοτικά. Δεν είναι μόνο ότι η επιρροή και η σημασία που έχουν οι αξιολογήσεις των οίκων αυξάνεται μέσω της πολλαπλασιαστικής ισχύος των ΜΜΕ, είναι επίσης ότι πολλές φορές παρατηρείται να εμφανίζονται στοχευμένα δημοσιεύματα που προηγούνται, αλλά και διαμορφώνουν τις αξιολογήσεις των οίκων.
Η Standard&Poor's είναι θυγατρική της McGraw-Hill, ομίλου που έχει επίσης εκδόσεις και ΜΜΕ στην Αμερική μεταξύ των οποίων τέσσερις τηλεοπτικούς σταθμούς και μέχρι την 1η Δεκεμβρίου το περιοδικό BusinessWeek, το οποίο πουλήθηκε στο Blοοmberg.
Στη Moody’s έχει επενδύσει η Berkshire Hathaway. Η εταιρεία-γίγας του Ουόρεν Μπάφετ, που σύμφωνα με το Forbes ήταν ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου για το 2008 με περιουσία 62 δισ. δολαρίων, είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος της Moody’s κατέχοντας το 15% των μετοχών της. Η Berkshire Hathaway διαθέτει ακόμη μερίδιο 19% στην Washington Post, 13% στην American Express και 8% στην Coca Cola.
Στη Fitch μεγαλύτερος μέτοχος είναι ο γαλλικός όμιλος Holding Fimalac, αλλά ένα σεβαστό 40% ανήκει στον όμιλο Hearst, που είναι από τους ισχυρότερους ομίλους ΜΜΕ στην Αμερική και στον κόσμο, αφού ελέγχει πάνω από 64 εφημερίδες (έχει μερίδιο και σε άλλες 115), περίπου 200 περιοδικά παγκοσμίως (μεταξύ τους και το Cosmopolitan) και 28 τηλεοπτικούς σταθμούς που συγκεντρώνουν το 18% της τηλεθέασης στις ΗΠΑ και ο κατάλογος επιμηκύνεται κι άλλο.
ΕυθύνηΠάνω απ’ όλα όμως στο επίκεντρο της κριτικής έφερε τους οίκους αξιολόγησης η πρόσφατη οικονομική κρίση. Οταν η αγορά στέγης κατέρρεε στα τέλη του 2007, η Moody’s τιμώρησε τους αναλυτές της που έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για την τακτική της εταιρείας να θεωρεί αξιόπιστα τα subprime ενυπόθηκα αξιόγραφα, αυτά δηλαδή που στηρίζονταν στην αγορά στεγαστικών δανείων και επαναπροώθησή τους στη χρηματιστηριακή αγορά με τη μορφή δομημένων ομολόγων.
Η ευθύνη των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης φαίνεται πως δεν είναι μόνο ηθική, αλλά και νομική. Στις ΗΠΑ έχουν ήδη αναλάβει δράση εισαγγελείς εκ μέρους των κυβερνήσεων των κατά τόπους πολιτειών, των οποίων τα συνταξιοδοτικά προγράμματα δέχτηκαν πλήγμα, αφού είχαν επενδύσει στα επίμαχα ομόλογα -και απλά κουρελόχαρτα σήμερα- τα οποία οι οίκοι αξιολογούσαν με βαθμό ΑΑΑ, όσο δηλαδή έχουν και τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα. Οι μηνύσεις που έχουν κατατεθεί ήδη είναι για «αμέλεια, ανευθυνότητα και ανικανότητα». Εκτός από τις πολιτείες, τους οίκους μηνύουν και μεγάλα αμερικανικά ασφαλιστικά ταμεία.
Να μια καλή ιδέα και για τα ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία, των οποίων τα χρήματα επενδύθηκαν -και εξανεμίστηκαν- σε δομημένα ομόλογα από την προηγούμενη κυβέρνηση, αξιωματούχοι της οποίας διαβεβαίωναν -κραδαίνοντας τις αξιολογήσεις των οίκων- ότι πρόκειται για αξιόπιστα χρηματοοικονομικά προϊόντα.
Η ΚΙΝΗΣΗ-ΜΑΤ
Τα «χάδια» έφεραν τα δισ.Οπως λένε πρώην στελέχη των οίκων αξιολόγησης, η συνήθεια να δίνεται ψήφος εμπιστοσύνης σε εταιρείες και ομόλογα αμφιβόλου ποιότητας ήταν κοινό μυστικό πολλών από όσους δραστηριοποιούνταν στον κλάδο αλλά και πολλών επενδυτών.
Χονδρικά από το 2000 και μετά υπήρχε μια επιθετική και συστηματική στρατηγική να αντικατασταθεί η ορθή επιστημονικά αλλά «συντηρητική», όπως χαρακτηριζόταν απαξιωτικά, μεθοδολογία αξιολόγησης που χρησιμοποιούσαν οι οίκοι με μια πιο «φιλική» για τις επιχειρήσεις οι οποίες στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν και χρηματοδότες των μελετών.
Τα κέρδη για τους οίκους ως δια μαγείας εκτινάχθηκαν στα ύψη. Η Moody’s το 2001 είχε έσοδα 800 εκατομμυρίων δολαρίων, το 2005 είχαν φτάσει το 1,73 δισεκατομμύρια και το 2006 τα 2,073 δισ., πράγμα που έπνιξε και τους όποιους δισταγμούς είχαν εκφραστεί αρχικά.
Ωστόσο, στα τέλη του 2006 είχαν φανεί τα προβλήματα που θα έφερναν την παγκόσμια οικονομία στη θέση που βρίσκεται σήμερα.
ΑδιαφόρησανΟι οίκοι όμως εγκληματικά αδιαφόρησαν, γιατί πληρώνονταν από τις επενδυτικές τράπεζες που εξέδιδαν τα ομόλογα που η λογική και η κερδοφορία τους στηρίζονταν στο αξίωμα ότι η αξία της στέγης στις ΗΠΑ -και όχι μόνο- θα αυξανόταν συνεχώς. Στις δεξαμενές των υποθηκών που έφτιαχναν οι επενδυτικές τράπεζες συμμετείχαν οι οίκοι αξιολόγησης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε, η Moody’s το 2006 συμμετείχε σε 1.754 σχετικά «ντιλ», λίγο πίσω από τη S&P που συμμετείχε σε 1,962.
- N. KOΥΡΙΔΑΚΗΣ, ΕΘΝΟΣ, 13/12/2009
Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009
Οι διεθνείς οίκοι παίζουν με την ανοχή μας...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου